πρωτοκτίστης

πρωτοκτίστης
ὁ, ΜΑ
μσν.
(ιδίως για τον θεό) ο πρώτος πλάστης, ο δημιουργός
αρχ.
ο πρώτος ιδρυτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + κτίστης (< κτίζω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πρωτοκτίστην — πρωτοκτίστης original founder masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτ(ο)- — και πρωθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πρῶτος και δηλώνει: α) ότι κάτι γίνεται, συμβαίνει για πρώτη φορά (πρβλ. πρωτο γεννώ, πρωτο λέγω, πρωτο φανής) β) ότι κάποιος ενεργεί ή δέχεται μια… …   Dictionary of Greek

  • πρωτοκτίστου — πρωτόκτιστος first created masc/fem/neut gen sg πρωτοκτίστης original founder masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ИСИДОР ПЕЛУСИОТ — [греч. ᾿Ισίδωρος ὁ Πηλουσιώτης] (между 350 и 360 между 435 и 440), прп. (пам. 4 февр.), экзегет и богослов, автор писем экзегетического и нравоучительного содержания. Жизнь Прп. Исидор Пелусиот. Фрагмент минейной иконы. Нач. XVII в. (ЦАК МДА) Прп …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”